ξώστεγο

ξώστεγο
το
βλ. εξώστεγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξώστεγο — το εξώστης στεγασμένος ή υαλόφραχτος, χτιστό (ή τζαμωτό) μπαλκόνι, γαλαρία, τζαμαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώστεγο — και ξώστεγο, το στεγασμένος εξώστης συχνά με τζαμαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”